πικρίδα

πικρίδα
η / πικρίς, -ίδος, ΝΜΑ
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας σύνθετα, γνωστό παλαιότερα με την ονομασία αγιόσηρις, με 40 περίπου είδη, από τα οποία στην Ελλάδα απαντούν αυτοφυή τέσσερα, με γνωστότερο το είδος που φέρει την κοινή ονομασία αγριοζοχός
αρχ.
το φυτό κιχώριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πικρός + επίθημα -ίς, -ίδος. Ο τ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνειος, πρβλ. αγγλ. picris].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πικρίδα — πικρίς ox tongue fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικρίς — ίδος, ἡ, ΜΑ βλ. πικρίδα …   Dictionary of Greek

  • πικραλίδα — η είδος φυτού, αλλιώς πικρίδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”